βράζω


βράζω
Προφορά

Ετυμολογία
βράζω μεταγενέστερη ελληνική βράζω (= γρυλίζω σαν αρκούδα)

Ερμηνεία
ρήμα βράζω

✦ θερμαίνω, υποβάλλω υγρό ή άλλο σώμα σε βρασμό
✦ μαγειρεύω με βρασμό
✦ (αμτβ.) κοχλάζω, υποβάλλομαι σε βρασμό
✦ (για ποτά) υφίσταμαι ζύμωση: βράζει ο μούστος
(μτφ. ) είμαι πολύ θυμωμένος, εξημμένος
✦ φρ. βράζει από το κακό του ή από το θυμό του, είναι γεμάτος οργή βράζει στο ζουμί του, ταλαιπωρείται από τη μνησικακία του
✦ κατατρύχεται απ’ τις ίδιες του τις στενοχώριες βράζει το αίμα του, έχει μεγάλη ζωτικότητα να τον βράσω, μου είναι άχρηστος, αδιάφορος στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι, έχουμε κοινή τύχη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.