βούτυρο


βούτυρο
Προφορά

Ετυμολογία
βούτυρο μεταγενέστερη ελληνική βούτυρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βούτυρο

✦ λιπαρή εδώδιμη ύλη που βγαίνει από το γάλα των ζώων
✦ φυτικό βούτυρο, ελαιώδης ουσία από διάφορα φυτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.