βούβαλος


βούβαλος
Προφορά

Ετυμολογία
βούβαλος αρχαία ελληνική βούβαλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βούβαλος

✦ το βουβάλι
(μτφ. ) άνθρωπος πολύ παχύς και περιορισμένης νοημοσύνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.