βουτώ
Προφορά
Ετυμολογία
βουτώ μεσαιωνική ελληνική βουτῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βουτώ -άς, -ά
✦ βυθίζω σε υγρό
✦ αρπάζω, κλέβω
✦ χειρονομώ με ασελγή πρόθεση
✦ (αμτβ.) βυθίζομαι, κάνω βουτιά
✦ μτχ. παθητ. πρκμ. βουτηγμένος, -η, -ο βλ. λ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–