βουνό


βουνό
Προφορά

Ετυμολογία
βουνό αρχαία ελληνική ὁ βουνός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βουνό

✦ ύψωμα γης, όρος: ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά (Γ. Σεφέρης)
✦ καθετί μεγάλο και δύσκολο: πράγματα που του φαίνονταν πολύ απλά, μου φαίνονταν εμένα βουνά (Γ. Σεφέρης)
✦ η λ. για να χαρακτηρίσει κάτι υπερβολικό σε μέγεθος ή ποσότητα: τύχη βουνό – εγωισμό και φιλοδοξία βουνό, εργατικότητα αφάνταστη (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.