βουλιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
βουλιάζω μεσαιωνική ελληνική βουλίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βουλιάζω
✦ βυθίζω, καταποντίζω
✦ βυθίζομαι: βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες (Γ. Σεφέρης)
✦ (για έδαφος) υποχωρώ, παθαίνω καθίζηση: σε πολλά σημεία ο δρόμος έχει βουλιάξει
✦ καταστρέφω ή καταστρέφομαι οικονομικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–