βλέμμα


βλέμμα
Προφορά

Ετυμολογία
βλέμμα αρχαία ελληνική βλέμμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βλέμμα

✦ ματιά, κοίταγμα
✦ η έκφραση των ματιών κατά την ώρα που είναι προσηλωμένα κάπου: άγριο – λυπημένο βλέμμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.