βιάζω


βιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
βιάζω αρχαία ελληνική βιάζω

Ερμηνεία
ρήμα βιάζω

✦ επιβάλλω βία, εξαναγκάζω
✦ παραβιάζω: είναι θανάσιμο αμάρτημα να βιάζεις τους αιώνιους νόμους (Ν. Καζαντζάκης)
✦ εκβιάζω: μη βιάζεις τα πράγματα – την κατάσταση
✦ επισπεύδω: αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου (Κ. Καβάφης)
✦ ασελγώ χρησιμοποιώντας βία
✦ (μέσ.) βιάζομαι, έχω βιασύνη, επείγομαι

Συνώνυμα
κακοποιώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.