βηματοδότης Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply βηματοδότηςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/βηματοδότης.mp3Ετυμολογίαβηματοδότης βήμα + δότης Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο βηματοδότης ✦ ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή που ρυθμίζει, στα φυσιολογικά όρια, τον αριθμό των παλμών της καρδιάς Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–