βηματοδότης


βηματοδότης
Προφορά

Ετυμολογία
βηματοδότης βήμα + δότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βηματοδότης

✦ ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή που ρυθμίζει, στα φυσιολογικά όρια, τον αριθμό των παλμών της καρδιάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.