βετεράνος
Προφορά
Ετυμολογία
βετεράνος μεταγενέστερη ελληνική βετερᾶνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βετεράνος
✦ παλαίμαχος: ήταν βετεράνος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (Γ. Θεοτοκάς)
✦ έμπειρος, πεπειραμένος: οι βετεράνοι του ποδοσφαίρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–