βερνίκι
Προφορά
Ετυμολογία
βερνίκι – Η ετυμολογία λείπει.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βερνίκι
✦ λιπαρό ή ρευστό παρασκεύασμα με το οποίο επαλείφονται ξύλινα, μετάλλινα ή δερμάτινα αντικείμενα για προστασία ή στίλβωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–