βερίκοκο


βερίκοκο
Προφορά

Ετυμολογία
βερίκοκο μεταγενέστερη ελληνική βερίκοκκον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βερίκοκο

✦ ο καρπός της βερικοκιάς, ά. καϊσί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.