βενζινάκατος


βενζινάκατος
Προφορά

Ετυμολογία
βενζινάκατος βενζίνη + αρχαία ελληνική ἄκατος (= βάρκα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βενζινάκατος

✦ μικρό σκάφος που κινείται με βενζινομηχανή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.