βελόνα
Προφορά
Ετυμολογία
βελόνα αρχαία ελληνική βελόνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βελόνα
✦ κάθε επίμηκες λεπτό όργανο, με μυτερή άκρη
✦ όργανο ραψίματος ή κεντήματος, με μυτερή τη μιαν άκρη και τρύπα στην άλλη για να περνά η κλωστή| δέκτης διαφόρων οργάνων: η βελόνα της μαγνητικής πυξίδας
✦ κάθε εργαλείο ή εξάρτημα μηχανισμού που μοιάζει με βελόνα
✦ μεταλλική ή από άλλο υλικό ράβδος με αγκιστρωτή άκρη που χρησιμοποιείται στο πλέξιμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–