βγαίνω


βγαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
βγαίνω μεσαιωνική ελληνική βγαίνω

Ερμηνεία
ρήμα βγαίνω

✦ από μέσα πηγαίνω έξω, εξέρχομαι
✦ ανατέλλω, προβάλλω
✦ εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
✦ παράγομαι
✦ προκύπτω
✦ εκλέγομαι
✦ αναδείχνομαι
✦ αποτυπώνομαι
✦ επαρκώ
✦ καταλήγω
✦ φρ. βγαίνω λάδι, κρίνομαι αθώος: πώς να λαδώνουν και να λαδώνονται και πώς ύστερα να βγαίνουν λάδι (Μ. Πλωρίτης) – βγαίνω απ’ τα ρούχα μου, εξοργίζομαι – βγαίνω ασπροπρόσωπος, επιτυγχάνω σε δοκιμασία – βγαίνει στον αέρα, για ραδιοτηλεοπτική εκπομπή, μεταδίδεται· (κ. μτφ.) γνωστοποιείται ευρύτατα: να ξεπεραστεί η κρίση χωρίς να βγει στον αέρα οτιδήποτε (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.