βασιλικός


βασιλικός
Προφορά

Ετυμολογία
βασιλικός αρχαία ελληνική βασιλικόν, └ουδ┘ του επιθέτου βασιλικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βασιλικός

✦ εύοσμο φυτό, το ώκιμον: στα πλούσια περιβόλια σας βασιλικός και κρίνοι ματαίως ανθίζουν (Α. Κάλβος) για χάρη του βασιλικού ποτίζεται κι η γλάστρα, ευνοείται κάποιος προς χάριν κάποιου άλλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.