βασανιστικός


βασανιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
βασανιστικός βασανίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ βασανιστικός -ή, -ό

✦ τυραννικός, ενοχλητικός: βασανιστική ζέστη
✦ εξαντλητικός, εξονυχιστικός: βασανιστική έρευνα

Συνώνυμα
μαρτυρικός
Αντίθετα

Επιρρήματα
βασανιστικά (Κ βασανιστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.