βαρέλι
Προφορά
Ετυμολογία
βαρέλι └ιταλ┘barella
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βαρέλι
✦ δοχείο από κυρτές σανίδες στερεωμένες με σιδερένια ή ξύλινα στεφάνια και από δύο επίπεδους πυθμένες
✦ μεταλλικό βαρέλι
✦ το περιεχόμενο του δοχείου αυτού
✦ μέτρο χωρητικότητας υγρών, διαφορετικό κατά τόπους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–