βακτηρίαση


βακτηρίαση
Προφορά

Ετυμολογία
βακτηρίαση βακτήριον

Ερμηνεία
βακτηρίαση

✦ (Κ βακτηρίασις κ. -ίωσις, -εως) νόσος προκαλούμενη από βακτήρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.