βαθμός
Προφορά
Ετυμολογία
βαθμός αρχαία ελληνική βαθμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βαθμός
✦ καθεμιά από τις υποδιαιρέσεις κλιμακωτού συνόλου, ιδ. καθένα από τα ίσα μέρη που σημειώνονται ως υποδιαιρέσεις σε μετρητικά όργανα
✦ η απόσταση συγγενικής σχέσεως
✦ το σημείο επιδόσεως διαγωνιζόμενου
✦ η τάξη σε σειρά ιεραρχίας ή συστήματος
✦ (γραμμ.) καθεμιά από τις τρεις μορφές επιθέτου ή επιρρήματος (θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–