βία


βία
Προφορά

Ετυμολογία
βία αρχαία ελληνική βία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βία

✦ χρησιμοποίηση της δυνάμεως για την επιβολή θελήσεως, καταναγκασμός: ασκήθηκε βία κατά των απεργών – τον βάλανε στο αυτοκίνητο με τη βία
✦ βιασύνη, σπουδή: πρέπει να σχεδιάζει έργα που δεν χωράν σε μια ζωή και συγχρόνως να τα εκτελεί με βία και χωρίς ανάπαυλα (Κ. Τσάτσος)
✦ φρ. μετά βίας, δύσκολα: μετά βίας κρατούσε τα γέλια του – ομ. φρ. μόλις και μετά βίας, πολύ δύσκολα
✦ ανωτέρα βία, απρόβλεπτο γεγονός που ανατρέπει προβλέψεις και προγραμματισμένες ενέργειες – ψυχολογική βία, καταναγκασμός με τη χρησιμοποίηση απειλών και εκφοβισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.