βήχας


βήχας
Προφορά

Ετυμολογία
βήχας αιτιατ. βήχα του αρχαίου ελληνικού βήξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο βήχας

✦ απότομη και σπασμωδική εκπνοή αέρα από τα πνευμόνια, με χαρακτηριστικό τραχύ ήχο
✦ φρ. του κόβω το βήχα, τον επαναφέρω στην τάξη – απορία ψάλτου βηξ, για κάποιον που επιχειρεί αδέξια να κρύψει την αμηχανία ή την άγνοιά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.