βήμα


βήμα
Προφορά

Ετυμολογία
βήμα αρχαία ελληνική βῆμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βήμα

✦ καθεμιά από τις μετακινήσεις των ποδιών στο βάδισμα ή στο χορό
✦ ο τρόπος βαδίσματος: με βήμα μάλλον σταθερό, βαδίζει προς την έξοδο (Άγγ. Σικελιανός)
✦ βάθρο απ’ όπου μιλούν οι ρήτορες
✦ (εκκλ.) άγιο βήμα, το άδυτο του ναού
✦ πληθ. βήματα, ο ήχος από τις μετακινήσεις των ποδιών στο βάδισμα
✦ φρ. βήμα βήμα, σιγά σιγά – ακολουθώ κατά βήμα, παρακολουθώ τις κινήσεις κάποιου (κ μτφ.) μιμούμαι κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.