βέλος


βέλος
Προφορά

Ετυμολογία
βέλος αρχαία ελληνική βέλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το βέλος

✦ μικρό και λεπτό ξύλινο ακόντιο με μεταλλική αιχμή μπροστά και φτερά πίσω, το οποίο εκσφενδονίζεται με τόξο, η σαΐτα του τόξου
✦ (συνεκδ.) ό,τι έχει σχήμα βέλους
(μτφ. ) ό,τι έχει ταχύτητα βέλους ή διαπερνά σαν βέλος: τα βέλη της συκοφαντίας
✦ φρ. εξ οικείων τα βέλη, από φίλους τα πλήγματα – πάρθιον βέλος, ύπουλη και απροσδόκητη προσβολή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.