βέβαιος
Προφορά
Ετυμολογία
βέβαιος αρχαία ελληνική βέβαιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ βέβαιος -η, -ο
✦ σταθερός, ασφαλής: βέβαιο εισόδημα
✦ βάσιμος, θετικός: βέβαιη απόδειξη
✦ (για πρόσ.) πεπεισμένος για κάτι
Συνώνυμα
εξασφαλισμένος ,αναμφισβήτητος ,σίγουρος
Αντίθετα
αβέβαιος, αμφισβητούμενος ,ταλαντευόμενος, αμφιβάλλων
Επιρρήματα
βέβαια (Κ βεβαίως)