βάφω


βάφω
Προφορά

Ετυμολογία
βάφω μεσαιωνική ελληνική βάφω

Ερμηνεία
ρήμα βάφω

✦ βυθίζω σε νερό πυρακτωμένο σίδερο για να σκληρύνει
✦ χρωματίζω κάτι
✦ (αμτβ.) χρωματίζομαι: έβαψε το τραπεζομάντιλο από το κρασί
✦ φρ. τα βάφω μαύρα, είμαι σε κατάσταση απελπισίας· αλλά και ειρων. αδιαφορώ τελείως για κάτι
✦ (μέσ.) βάφομαι, (ειδ.) καλλωπίζομαι, μακιγιάρομαι

Συνώνυμα
χαλυβώνω ,μπογιαντίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


One Reply to “βάφω”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.