αποκοιμιέμαι


αποκοιμιέμαι
Προφορά

Ετυμολογία
αποκοιμιέμαι αρχαία ελληνική ἀποκοιμάομαι -ῶμαι

Ερμηνεία
αποκοιμιέμαι

✦ κ. αποκοιμάμαι ρ. (αποκοιμ-ήθηκα, -ισμένος· Κ αποκοιμώμαι, -άσαι, -άται) βυθίζομαι σε ύπνο: και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται (Ι. Γρυπάρης)
✦ (κατ’ επέκτ.) πεθαίνω: γιατί απόψε αποκοιμήθη εις τον ύπνο του Χριστού (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.