αποκαθιστώ


αποκαθιστώ
Προφορά

Ετυμολογία
αποκαθιστώ μεταγενέστερη ελληνική ἀποκαθιστάνω

Ερμηνεία
αποκαθιστώ

✦ -άς, -ά κ. αποκατασταίνω ρ. (αποκατέστ-ησα, αποκαταστ-άθηκα, -ημένος) επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση, επανορθώνω
✦ εξασφαλίζω οικονομικά
✦ παντρεύω, νοικοκυρεύω: την αποκατέστησαν οι μπαρμπάδες της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.