απελπισία
Προφορά
Ετυμολογία
απελπισία απελπίζω
Ερμηνεία
απελπισία
✦ έλλειψη κάθε ελπίδας: ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά (Διον. Σολωμός)
✦ η λ. και ως επίθ. ή επίρρ. αντί του απελπιστικός: είναι απελπισία αυτό το ρούχο – είναι απελπισία όταν βρέχει στις μικρές αυτές πολιτείες (Μ. Καραγάτσης)
Συνώνυμα
απόγνωση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–