απελευθερώνω
Προφορά
Ετυμολογία
απελευθερώνω αρχαία ελληνική ἀπελευθερόω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απελευθερώνω
✦ δίνω την ελευθερία σε υπόδουλους, ξεσκλαβώνω
✦ αποφυλακίζω: απελευθερώθηκαν και οι τελευταίοι πολιτικοί κρατούμενοι
✦ (μτφ. ) λυτρώνω κάποιον από βάρος, από κατάσταση επαχθή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–