απασχόληση


απασχόληση
Προφορά

Ετυμολογία
απασχόληση απασχολώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απασχόληση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απασχολώ, στροφή της προσοχής μακριά από την ασχολία
✦ η κατάσταση του απασχολούμαι, επίδοση σε ορισμένο έργο
✦ φροντίδα, σκοτούρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.