απαραίτητος


απαραίτητος
Προφορά

Ετυμολογία
απαραίτητος αρχαία ελληνική ἀπαραίτητος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απαραίτητος -η, -ο

✦ αναγκαίος, που χρειάζεται οπωσδήποτε
✦ ουδ. πληθ. τα απαραίτητα ως ουσ., τα απολύτως αναγκαία για την επιβίωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
απαραίτητα (Κ απαραιτήτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.