ανύπαντρος


ανύπαντρος
Προφορά

Ετυμολογία
ανύπαντρος ἀ στερητικό + μεταγενέστερη ελληνική επίθετο ὕπανδρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανύπαντρος -η, -ο

✦ άγαμος, που δεν παντρεύτηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.