αντιπροσωπευτικός


αντιπροσωπευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιπροσωπευτικός αντιπροσωπεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντιπροσωπευτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την αντιπροσώπευση
✦ ο ικανός να αντιπροσωπεύσει
✦ ο χαρακτηριστικός, που συγκεντρώνει τα γνωρίσματα ενός συνόλου: αντιπροσωπευτικός τύπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αντιπροσωπευτικά (Κ αντιπροσωπευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.