ανταγωνισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ανταγωνισμός ανταγωνίζομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανταγωνισμός
✦ αγώνας εναντίον, το να είναι κάποιος αντίπαλος άλλου: η κυβέρνηση κόντεψε να βουλιάξει από τον ανταγωνισμό των κομμάτων (Γ. Θεοτοκάς)
✦ συναγωνισμός, άμιλλα
✦ αθέμιτος ανταγωνισμός, κάθε πράξη, προσπάθεια που αποσκοπεί στην οικονομική επικράτηση κάποιου απέναντι στους ανταγωνιστές του, με μη επιτρεπτά μέσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–