αντίφαση


αντίφαση
Προφορά

Ετυμολογία
αντίφαση αρχαία ελληνική ἀντίφασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αντίφαση

✦ η διατύπωση κρίσεως αντίθετης προς εκείνη που το ίδιο πρόσωπο είχε διατυπώσει πρωτύτερα
✦ ανακολουθία, ασυμφωνία: ήτανε γεμάτος αντιφάσεις: ανήκε στην άλλη παράταξη και πίστευε πως εμείς είχαμε δίκιο· είχε παραδεχτεί λογικά την ανάγκη του αίματος και πάσχιζε να μη χυθεί άλλο αίμα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.