αντίγραφο
Προφορά
Ετυμολογία
αντίγραφο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἀντίγραφος, -ος, -ον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντίγραφο
✦ έγγραφο που προέρχεται από αντιγραφή
✦ απομίμηση έργου τέχνης
✦ καθετί που μοιάζει πολύ με άλλο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πρωτότυπο, γνήσιο, αυθεντικό
Επιρρήματα
–