ανθρώπινος


ανθρώπινος
Προφορά

Ετυμολογία
ανθρώπινος άνθρωπος

Ερμηνεία
ανθρώπινος

✦ -η, -ο κ. ανθρωπινός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ινος, -ίνη, -ινον) που ανήκει ή που ταιριάζει στον άνθρωπο, που προέρχεται από τον άνθρωπο: αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε (Γ. Σεφέρης)
✦ που επιβάλλεται από τον ανθρωπισμό: ανθρώπινη συμπεριφορά

Συνώνυμα

Αντίθετα
απάνθρωπος
Επιρρήματα
ανθρώπινα κ.ανθρωπινά (Κ ανθρωπίνως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.