ανησυχητικός
Προφορά
Ετυμολογία
ανησυχητικός από το ρ. ανησυχώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανησυχητικός -ή, -ό
✦ που προκαλεί ανησυχία: ανησυχητική η σιωπή του – μιλά για την αποχώρησή του από την υπηρεσία μ’ ένα ύφος μυστηριακό και ανησυχητικό (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανησυχητικά (Κ ανησυχητικώς)