ανεξέλεγκτος


ανεξέλεγκτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανεξέλεγκτος αρχαία ελληνική ἀνεξέλεγκτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανεξέλεγκτος -η, -ο

✦ που δεν έχει εξελεγχθεί: λογαριασμοί ανεξέλεγκτοι
✦ ανεξακρίβωτος, αναπόδεικτος
✦ (για ανθρώπους) που ενεργεί χωρίς έλεγχο

Συνώνυμα
ασύδοτος, ανεύθυνος
Αντίθετα
εξακριβωμένος, αποδεδειγμένος ,υπεύθυνος, υπόλογος
Επιρρήματα
ανεξέλεγκτα (Κ ανεξελέγκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.