αναφέρω
Προφορά
Ετυμολογία
αναφέρω αρχαία ελληνική ἀνα – φέρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναφέρω
✦ ονομάζω, κάνω λόγο για κάποιον
✦ δίνω αναφορά
✦ καταγγέλλω
✦ (μέσ.) αναφέρομαι, μιλώ για κάτι: αναφέρθηκε στα χτεσινά επεισόδια
✦ έχω ως αντικείμενο: η μελέτη του αναφέρεται σε θέματα βιολογίας
Συνώνυμα
μνημονεύω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–