ανατινάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ανατινάζω αρχαία ελληνική ἀνα-τινάσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανατινάζω
✦ τινάζω προς τα πάνω
✦ τραντάζω: χώρα που κάθε λίγο και λιγάκι την ανατίναζεν από της γης τα έγκατα σεισμός δαιμονισμένος (Κ. Παλαμάς)
✦ τινάζω στον αέρα με εκρηκτική ύλη: είχαν ανατιναχτεί βαπόρια φορτωμένα πυρομαχικά (Γ. Θεοτοκάς)
✦ ανατινάζομαι, συνταράζομαι, αναπηδώ, ξαφνιάζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–