αναστολή


αναστολή
Προφορά

Ετυμολογία
αναστολή μεταγενέστερη ελληνική ἀναστολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναστολή

✦ συγκράτηση, σταμάτημα
✦ αναβολή: καταδίκη με αναστολή
✦ ανακοπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.