αναρρίχηση
Προφορά
Ετυμολογία
αναρρίχηση αρχαία ελληνική ἀναρρίχησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναρρίχηση
✦ σκαρφάλωμα
✦ είδος άσκησης στην ενόργανη γυμναστική
✦ (μτφ. ) άνοδος σε αξιώματα, χωρίς τήρηση των νομίμων και επιτρεπτών μεθόδων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–