αναπόφευκτος


αναπόφευκτος
Προφορά

Ετυμολογία
αναπόφευκτος ἀ στερητικό + αποφεύγω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναπόφευκτος -η, -ο

✦ που δεν μπορεί να αποφευχθεί

Συνώνυμα
άφευκτος, αναπότρεπτος, αναπόδραστος
Αντίθετα

Επιρρήματα
αναπόφευκτα (Κ αναποφεύκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.