αναπτύσσω
Προφορά
Ετυμολογία
αναπτύσσω αρχαία ελληνική ἀναπτύσσω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αναπτύσσω
✦ απλώνω, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
✦ αυξάνω, μεγαλώνω, επεκτείνω
✦ προάγω, διαμορφώνω σωματικά, πνευματικά ή ηθικά
✦ ερμηνεύω, αναλύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
διπλώνω,, συμπτύσσω, μαζεύω ,μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω
Επιρρήματα
–