αναπτήρας


αναπτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
αναπτήρας από το αρχαία ελληνικό ρήμα ἀνάπτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αναπτήρας

✦ μικρό όργανο της τσέπης, που ανάβει φωτιά, το τσακμάκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.