ανανεώνω


ανανεώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ανανεώνω αρχαία ελληνική ἀνανεόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ανανεώνω

✦ ανακαινίζω, ξανακαινουργώνω
✦ διαρρυθμίζω κάτι, ώστε να πάρει νέα μορφή, μεταρρυθμίζω
✦ επαναλαμβάνω: ανανεώνω την πρότασή μου
✦ παρατείνω: ανανεώσαμε το συμβόλαιό μας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.