αναλογικός


αναλογικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναλογικός μεταγενέστερη ελληνική ἀναλογικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναλογικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την αναλογία, που γίνεται ή λέγεται κατ’ αναλογία
✦ το θηλ. αναλογική ως ουσ., είδος εκλογικού συστήματος, που βασίζεται στην κατανομή των βουλευτικών εδρών ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων που έλαβε κάθε κόμμα στη συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναλογικά (Κ αναλογικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.