αναγόρευση


αναγόρευση
Προφορά

Ετυμολογία
αναγόρευση μεταγενέστερη ελληνική ἀναγόρευσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναγόρευση

✦ δημόσια ανακήρυξη και ειδ. επίσημη απονομή πανεπιστημιακού τίτλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.